Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
action
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
affect
/əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι;
USER: επηρεάζουν, επηρεάσουν, επηρεάζει, επηρεάσει, να επηρεάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
age
/eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή;
VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω;
USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
GT
GD
C
H
L
M
O
ago
/əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον;
USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
alert
/əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση;
NOUN: συναγερμός;
USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allowing
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, που επιτρέπουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
almost
/ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το
GT
GD
C
H
L
M
O
amazing
/əˈmeɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: καταπληκτικός;
USER: καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική
GT
GD
C
H
L
M
O
amendment
/əˈmend.mənt/ = NOUN: τροπολογία, τροποποίηση, διόρθωση;
USER: τροποποίηση, τροπολογία, τροπολογίας, τροποποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
ap
= USER: ap, ΑΠ, ΑΡ, Αερολιμένας
GT
GD
C
H
L
M
O
apart
/əˈpɑːt/ = ADVERB: χώρια, χωριστά, κατά μέρος;
USER: χώρια, χωριστά, Εκτός, Apart, πέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asap
/ˌeɪ.es.eɪˈpiː/ = USER: asap, το συντομότερο δυνατόν, συντομότερο δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
becoming
/bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός;
USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
beings
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: όντα, όντων, πλάσματα, τα όντα, ανθρώπων
GT
GD
C
H
L
M
O
big
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός;
USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
bots
/bɒt/ = USER: bots, ρομπότ, bots για, τα bots
GT
GD
C
H
L
M
O
break
/breɪk/ = NOUN: διακοπή, θραύση, διάσπαση;
VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω;
USER: διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσει, να σπάσει, να σπάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
bridge
/brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα;
VERB: γεφυρώνω;
USER: γέφυρα, Bridge, γέφυρας, γέφυρα του, γεφύρι
GT
GD
C
H
L
M
O
bridges
/brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα;
VERB: γεφυρώνω;
USER: γέφυρες, γεφυρών, γεφύρια
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
calling
/ˈkɔː.lɪŋ/ = NOUN: κλήση, επάγγελμα;
USER: κλήση, καλώντας, καλεί, ζητώντας, ζητούν
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
chat
/tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία;
VERB: συζητώ, κουβεντιάζω;
USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
coming
/ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση;
ADJECTIVE: ερχόμενος;
USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
condition
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: κατάσταση, προϋπόθεση, όρος, θέση;
VERB: διέπω, θέτω υπό όρους, εθίζω, επανακαθιστώ, τελώ υπό αίρεση, εξαρτώ;
USER: κατάσταση, προϋπόθεση, όρος, όρο, κατάστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
connecting
/kəˈnek.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συνδετικός;
USER: συνδετικός, σύνδεση, σύνδεσης, τη σύνδεση, συνδέει
GT
GD
C
H
L
M
O
construction
/kənˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: κατασκευή, δομή, οικοδομή, ερμηνεία, κτίριο, κατασκεύασμα, έννοια, κτίση, σύνταξη γραμματική;
USER: κατασκευή, κατασκευής, την κατασκευή, κατασκευών, κατασκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
container
/kənˈteɪ.nər/ = NOUN: δοχείο, κιβώτιο;
USER: δοχείο, κιβώτιο, περιέκτη, δοχείου, εμπορευματοκιβωτίων
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
dance
/dɑːns/ = NOUN: χορός;
VERB: χορεύω, χοροπηδώ;
USER: χορεύουν, χορό, χορεύει, χορός, χορέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
debilitated
/dɪˈbɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: καταIάλλω, α'υνατίζω, εξουθενώ, εξασθενίζω;
USER: εξασθενημένους, εξασθενημένα, α'υνατισμένοι, α'υνατισμένους,
GT
GD
C
H
L
M
O
degrees
/dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου;
USER: μοίρες, πτυχία, βαθμούς, βαθμοί, βαθμών
GT
GD
C
H
L
M
O
derive
/dɪˈraɪv/ = VERB: αντλώ, παράγω, εξάγω, παίρνω, βρίσκω;
USER: αντλούν, αποκομίζουν, αντλήσει, απορρέουν, προέρχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
disaster
/dɪˈzɑː.stər/ = NOUN: καταστροφή, συμφορά, μεγάλη καταστροφή, νίλα;
USER: καταστροφή, καταστροφών, καταστροφής, καταστροφές, των καταστροφών
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
easier
/ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
easily
/ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα;
USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
efficient
/ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος;
USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
element
/ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχείο;
USER: στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, στοιχείο για
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
engine
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
everyday
/ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός;
USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
farms
/fɑːm/ = NOUN: αγρόκτημα, φάρμα, χωράφι;
USER: εκμεταλλεύσεις, εκμεταλλεύσεων, αγροκτήματα, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
fell
/fel/ = NOUN: τομάρι ζώου;
VERB: καταρρίπτω, σωριάζω;
USER: έπεσε, μειώθηκαν, μειώθηκε, έπεσαν, υποχώρησε, υποχώρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
getting
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
gives
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
giving
/ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
ground
/ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια;
VERB: γειώνω, βασίζω;
USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
hana
= USER: hana, Χάνα
GT
GD
C
H
L
M
O
happened
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συνέβη, που συνέβη, συμβεί, έγινε, συνέβησαν, συνέβησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
happening
/ˈhæp.ən.ɪŋ/ = NOUN: συμβάν;
ADJECTIVE: τυχόν;
USER: συμβαίνει, συμβαίνουν, συμβεί, που συμβαίνουν, συνέβαινε
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
helps
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά
GT
GD
C
H
L
M
O
hey
/heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!;
USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει
GT
GD
C
H
L
M
O
hierarchy
/ˈhaɪə.rɑː.ki/ = NOUN: ιεραρχία;
USER: ιεραρχία, ιεραρχίας, ιεράρχηση, ιεράρχησης, ιεράρχηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
house
/haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή;
VERB: στεγάζω, εστιώ;
USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
huge
/hjuːdʒ/ = ADJECTIVE: τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, υπερμεγέθης, γιγαντόσωμος, παμμέγεθης;
USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, Ο
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
humanize
/ˈhjuː.mə.naɪz/ = VERB: εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω;
USER: εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω, εξανθρωπίσεις, εξανθρωπίσουμε, εξανθρωπίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
humans
/ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
integrate
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω;
USER: ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
interact
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
interpreting
/ɪnˈtɜː.prɪt/ = VERB: ερμηνεύω, διερμηνεύω, εξηγώ;
USER: διερμηνεία, διερμηνείας, ερμηνεία, ερμηνεύοντας, την ερμηνεία
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
isn
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
items
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
kicking
/kɪk/ = VERB: λακτίζω, κλωτσώ, πτερνίζω, εναντιούμαι;
USER: κλοτσιές, κλωτσώντας, κλωτσάει, λάκτισμα, κλωτσούν
GT
GD
C
H
L
M
O
kill
/kɪl/ = VERB: σκοτώνω, θανατώνω, φονεύω, σφάζω, καταστρέφω, εξουδετερώνω, καταψηφίζω;
NOUN: φόνος, κυνήγιο;
USER: σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, να σκοτώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
maintaining
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
maintenance
/ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη;
USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
marquis
/ˈmɑː.kwɪs/ = NOUN: μαρκήσιος;
USER: μαρκήσιος, Marquis, Μαρκησίου, μαρκήσιο, γρίλλιων
GT
GD
C
H
L
M
O
massive
/ˈmæs.ɪv/ = ADJECTIVE: ογκώδης, συμπαγής, βαρύς;
USER: ογκώδης, μαζική, τεράστια, τεράστιο, μαζικές
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
measure
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
VERB: μετρώ, καταμετρώ;
USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
minds
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλά, μυαλό, τα μυαλά, το μυαλό, νου
GT
GD
C
H
L
M
O
minutes
/ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά;
USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
mismatch
/ˌmɪsˈmætʃ/ = USER: αναντιστοιχία, ασυμφωνία, αναντιστοιχίας, ανομοιότητος, ασυμφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
moisture
/ˈmɔɪs.tʃər/ = NOUN: υγρασία;
USER: υγρασία, υγρασίας, σε υγρασία, την υγρασία, υγρασία του
GT
GD
C
H
L
M
O
moistures
= USER: moistures, υiρασίες, υiρασίας, την υiρασία του, ενυ'ατώνει,
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
morning
/ˈmɔː.nɪŋ/ = NOUN: πρωί, πρωία;
ADJECTIVE: πρωινός;
USER: πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
nature
/ˈneɪ.tʃər/ = NOUN: φύση, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα;
USER: φύση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, φύσης, τη φύση
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
nest
/nest/ = NOUN: φωλιά, σετ;
VERB: κουρνιάζω, εμφωλεύω, φωλιάζω;
USER: φωλιά, φωλιάζουν, φωλιάς, φωλιές, φωλιά του
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
notification
/ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία;
USER: κοινοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
notifying
/ˈnəʊ.tɪ.faɪ/ = VERB: ειδοποιώ, κοινοποιώ, γνωστοποιώ;
USER: κοινοποιούν, κοινοποίηση, κοινοποίησης, κοινοποιούσα, την κοινοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
plants
/plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό;
VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς;
USER: φυτά, τα φυτά, φυτών, μονάδες, εγκαταστάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
platform
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
pm
/ˌpiːˈem/ = INTERJECTION: Μμ!;
USER: μμ, pm, μ.μ., πμ, π.υ.
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
predictive
/prɪˈdɪk.tɪv/ = ADJECTIVE: προφητικός;
USER: προγνωστική, πρόβλεψης, προβλεπτική, έξυπνη, έξυπνης
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
program
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
putting
/ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
retainer
/rɪˈteɪ.nər/ = ADJECTIVE: ακόλουθος;
NOUN: κρατών;
USER: ακόλουθος, συγκράτησης, συγκρατητήρα, συγκρατήσεως, συγκρατητή
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
sap
/sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος;
VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω;
USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
saying
/ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία;
USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seeing
/si:/ = ADJECTIVE: βλέπων;
USER: βλέποντας, βλέπουμε, δείτε, δει, να δει
GT
GD
C
H
L
M
O
sensors
/ˈsen.sər/ = USER: αισθητήρες, αισθητήρων, αισθητήρια, τους αισθητήρες, ανιχνευτές
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
sites
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
soil
/sɔɪl/ = NOUN: έδαφος, χώμα, ακαθαρσία, λέρα;
VERB: λεκιάζω, λερώνω, ρυπαίνω, ρυπαίνομαι;
USER: χώμα, έδαφος, εδάφους, του εδάφους, εδαφών
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
sprinkler
/ˈsprɪŋ.kl̩.ər/ = NOUN: ψεκαστήρας, ραντιστήρι;
USER: ψεκαστήρας, καταιωνιστήρων, καταιονισμού, ψεκαστήρα, ψεκαστήρων
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
stress
/stres/ = NOUN: στρες, άγχος, πίεση, ένταση, έμφαση, τόνος, ζόρι;
VERB: τονίζω, εντείνω, δίδω έμφαση;
USER: στρες, άγχος, πίεση, άγχους, το άγχος
GT
GD
C
H
L
M
O
strong
/strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
structure
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitles
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
temperature
/ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός;
USER: θερμοκρασία, θερμοκρασίας, θερμοκρασία του, περιβάλλοντος, της θερμοκρασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
thermostat
/ˈθɜː.mə.stæt/ = NOUN: θερμοστάτης, ρυθμιστής της θερμοκρασίας;
USER: θερμοστάτης, θερμοστάτη, του θερμοστάτη
GT
GD
C
H
L
M
O
thermostats
/ˈθɜː.mə.stæt/ = NOUN: θερμοστάτης, ρυθμιστής της θερμοκρασίας;
USER: θερμοστάτες, θερμοστατών, οι θερμοστάτες, θερμικά, θερμοστάτη,
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
transformation
/ˌtræns.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μεταλλαγή;
USER: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μετατροπή, μετασχηματισμού, μετασχηματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
trees
/triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο;
USER: δέντρα, τα δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, δένδρων
GT
GD
C
H
L
M
O
turn
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
vibrations
/vaɪˈbreɪ.ʃən/ = NOUN: δόνηση, κραδασμός, παλμός;
USER: δονήσεις, κραδασμούς, δονήσεων, κραδασμών, κραδασμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
war
/wɔːr/ = NOUN: πόλεμος;
VERB: πολεμώ;
USER: πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
GT
GD
C
H
L
M
O
watching
/wɒtʃ/ = VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: βλέποντας, παρακολουθείτε, παρακολουθώντας, παρακολουθούν, παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
water
/ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ;
VERB: ποτίζω, νερώνω;
USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
weak
/wiːk/ = ADJECTIVE: αδύναμος, αδύνατος;
USER: αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
GT
GD
C
H
L
M
O
week
/wiːk/ = NOUN: εβδομάδα;
USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
wouldn
/ˈwʊd.ənt/ = USER: wouldn, Δε θα, Δε, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yes
/jes/ = INTERJECTION: Ναί!;
USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
268 words